- συμμιγής
- ης, ες смешанный, перемешанный;
συμμιγής αριθμός — смешанное число
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμμιγής αριθμός — смешанное число
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμμιγής — mixed up together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμιγής — ές, ΝΑ αναμεμιγμένος, σύμμικτος νεοελλ. φρ. «συμμιγής αριθμός» μαθημ. αριθμός που δεν ανήκει στο δεκαδικό σύστημα και ο οποίος αποτελείται από περισσότερα τού ενός μέρη τα οποία εκφράζουν το ίδιο φυσικό μέγεθος αλλά έχουν διαφορετικές μονάδες… … Dictionary of Greek
συμμιγής αριθμός — Κάθε συγκεκριμένος αριθμός που αποτελείται από άλλους, των οποίων οι μονάδες έχουν ιδιαίτερες ονομασίες και είναι πολλαπλάσια ή υπολλαπλάσια μιας και της ίδιας μονάδας. Π.χ. η ηλικία του Α είναι: 12 έτη, 4 μήνες και 7 ημέρες. Ο αριθμός αυτός, που … Dictionary of Greek
συμμιγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ανάμεικτος. 2. «συμμιγείς αριθμοί», αριθμοί που αποτελούνται από ομοειδείς αριθμούς των οποίων οι μονάδες είναι πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια της ίδιας αρχικής μονάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμιγῇς — συμμίγνυμι aor subj pass 2nd sg συμμῑγῇς , συμμίγνυμι aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμιγῆ — συμμιγής mixed up together neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συμμιγής mixed up together masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συμμιγής mixed up together masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμιγής — συμμιγής , συμμιγής mixed up together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμιγές — συμμιγής mixed up together masc/fem voc sg συμμιγής mixed up together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμιγοῦς — συμμιγής mixed up together masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμιγέες — συμμιγής mixed up together masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμιγέεσσι — συμμιγής mixed up together masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)